ακάκωτος — ἀκάκωτος, ον (Α) [κακῶ] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο αβλαβής 2. εκείνος που δεν έχει ηττηθεί, ο αδάμαστος … Dictionary of Greek
ἀκάκωτος — unharmed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάκωτος — η, ο αυτός που δεν έπαθε κακώσεις, ακακοποίητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκάκωτον — ἀκάκωτος unharmed masc/fem acc sg ἀκάκωτος unharmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακώτου — ἀκάκωτος unharmed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακώτους — ἀκάκωτος unharmed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακώτων — ἀκάκωτος unharmed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάκωτα — ἀκάκωτος unharmed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάκωτοι — ἀκάκωτος unharmed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)